pincers$60951$ - ορισμός. Τι είναι το pincers$60951$
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι pincers$60951$ - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pincers; Pincer (disambiguation)

Pincers (tool)         
  • Carpenter's pincers.
  • Medieval pincers found in Hamburg-Harburg (15th/16th century)
  • End-cutters.
HAND TOOL
Pincer (tool)
Pincers are a hand tool used in many situations where a mechanical advantage is required to pinch, cut or pull an object. Pincers are first-class levers, but differ from pliers in that the concentration of force is either to a point, or to an edge perpendicular to the length of the tool.
pincer         
¦ noun
1. (pincers) a tool made of two pieces of metal bearing blunt concave jaws arranged like the blades of scissors, used for gripping and pulling things.
2. a front claw of a lobster, crab, or similar crustacean.
Origin
ME: from Anglo-Norman Fr., from OFr. pincier 'to pinch'.
pincer         
(pincers)
1.
Pincers consist of two pieces of metal that are hinged in the middle. They are used as a tool for gripping things or for pulling things out.
His surgical instruments were a knife and a pair of pincers.
N-PLURAL: also a pair of N
2.
The pincers of an animal such as a crab or a lobster are its front claws.
N-COUNT: usu pl

Βικιπαίδεια

Pincer

Pincer may refer to:

  • Pincers (tool)
  • Pincer (biology), part of an animal
  • Pincer ligand, a terdentate, often planar molecule that tightly binds a variety of metal ions
  • The Pincer move in the game of Go